- μαργαϊκός
- -ή, -ό [μάργα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάργα2. αυτός που αποτελείται από μάργα ή περιέχει μάργα σε αφθονία («μαργαϊκός σχιστόλιθος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… … Dictionary of Greek